Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ φαγητού




Πριν λίγα χρόνια είχα έναν φίλο που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά. Ήταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου, ούτε με το πρώτο σοκ, ούτε μετά- στις εκκλησίες και στους τάφους. Ήταν κλειστός σαν πέτρα, γιατί την αγαπούσε πολύ.
Το βράδυ που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι (σχεδόν τους έδιωξε), εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο. Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά. Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του μια μέρα πριν πεθάνει.
Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και σαν υπνωτισμένος άρχισε να τρώει. Ένιωσε κάτι υπόκωφο και βίαιο να του ξεθεμελιώνει τα σπλάχνα:η οικειότητα αυτής της γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος- αυτό το παζλ που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του΄ έτσι όπως όλοι έχουμε μύτες και
μάγουλα,αλλά ο καθένας μας είναι μοναδικός.

Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα. Έκλαιγε και έτρωγε, σιγά σιγά,για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του. Ήξερε ότι δεν θα ξαναβρεί αυτήν τη γεύση ποτέ, πουθενά
(όσο κι αν την αναζητάει, ασυνείδητα, σε μαγαζιά, ταβέρνες, φάνσι ρεστοράν...)...

από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο
LiFO 15-21.10.2009 EDITORIAL

φωτο ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΡΑΣ

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Μαντάμ Μποβαρύ ... στη παραφροσύνη της

-Εγώ, όμως, θα σου τα’ δινα όλα, θα τα πουλούσα όλα, θα δούλευα με τα χέρια μου, θα διακόνευα στους δρόμους, για ένα σου χαμόγελο, για μια ματιά, για να σ’ ακούσω να μου πεις «Ευχαριστώ!» Και κάθεσαι κει πέρα ήσυχος στην πολυθρόνα σου , σα να μη μ’ έχεις κιόλας κάνει τόσο να υποφέρω… Χωρίς εσένα , το ξέρεις, θα μπορούσα να ζήσω ευτυχισμένη! Ποιος σ’ ανάγκαζε; Στοίχημα είχες βάλει; Μ’ αγαπούσες μολαταύτα, το έλεγες… Και πριν λίγο το έλεγες…Α! καλύτερα να μ’ έδιωχνες! Τα χέρια μου είναι ζεστά απ’ τα φιλιά σου, και, να, εδώ πάνω στο χαλί, ορκιζόσουνα στα γόνατά μου ότι θα μ’ αγαπάς αιώνια. Μ’ έκανες να το πιστέψω: μ’ έσυρες, επί δύο χρόνια στο πιο υπέροχο, στο πιο γλυκό όνειρο!… Ε; τα σχέδιά μας για ταξίδι, τα θυμάσαι; Ω, το γράμμα σου, το γράμμα σου! Μου έσκισε την καρδιά! Κι έπειτα όταν έρχομαι σ’ αυτόν, σ’ αυτόν, που είναι πλούσιος, ευτυχής κι ελεύθερος! Για να εκλιπαρήσω μια βοήθεια που ο πρώτος τυχόντας θα μου έδινε, ικετευτική και δίνοντας του όλη μου τη τρυφερότητα, εκείνος με αποδιώχνει, γιατί αυτό θα του στοίχιζε τρεις χιλιάδες φράγκα!

-Δεν τα έχω! Απάντησε ο Ροδόλφος με την τέλεια εκείνη ηρεμία που καλύπτει σαν ασπίδα τη συγκρατημένη οργή.

Η Έμμα βγήκε. Οι τοίχοι έτρεμαν, το ταβάνι τη συνέθλιβε. Ξαναπέρασε απ’ τη μεγάλη δεντροστοιχία, παραπατώντας πάνω στους σωρούς τα ξερόφυλλα που σκόρπιζε ο άνεμος. Έφτασε τέλος στη γράνα μπροστά στην καγκελόπορτα∙ έσπασε τα νύχια της στην κλειδωνιά, τόσο πολύ βιαζόταν να την ανοίξει. Έπειτα εκατό βήματα πιο πέρα, λαχανιασμένη, έτοιμη να πέσει, στάθηκε. Και τότε στράφηκε και κοίταξε ακόμη μια φορά τον ατάραχο πύργο, με το πάρκο, τους πύργους, τις τρεις αυλές κι όλα τα παράθυρα της πρόσοψης.

Κι έμεινε εκεί έχοντας σαστίσει, χωρίς να’ χει άλλη συνείδηση του εαυτού της απ’ το σφυγμό των αρτηριών της, που νόμιζε πως τον άκουγε να βγαίνει σα μουσική που την ξεκούφαινε και γέμιζε γύρω την εξοχή. Το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια της, ήταν πιο μαλακό κι απ’ το κύμα, και τ’ αυλάκια της φάνηκαν τεράστιες γκρίζες θάλασσες, που ξεχύνονταν. Κάθε τι που είχε μέσα στο κεφάλι της από αναμνήσεις, ιδέες, έφευγε όλο μαζί, μ’ ένα πήδο, σαν τις μύριες φωτίτσες ενός βεγγαλικού. Είδε τον πατέρα της , το γραφείο του Λερέ, την κάμαρά τους εκεί πέρα, ένα άλλο τοπίο. Την άρπαζε η παραφροσύνη, φοβήθηκε και κατάφερε να ξανάρθει στον εαυτό της, με συγκεχυμένο τρόπο, είν’ αλήθεια∙ γιατί δεν θυμόταν καθόλου την αιτία της φριχτής της κατάστασης, το ζήτημα των χρημάτων δηλαδή. Εκείνο που της έφερνε την οδύνη ήταν μόνο η αγάπη της, κι ένιωθε την ψυχή της να την εγκαταλείπει στην ανάμνηση αυτή, όπως οι λαβωμένοι όταν ψυχορραγούν, νιώθουν την ύπαρξή τους να φεύγει απ’ τη λαβωματιά τους που αιμορροεί.

Γύρω έπεφτε σκοτάδι, κουρούνες πετούσαν ψηλά.

Gustave Flaubert

Mετφ Γιώργος Λυκούδης

(κι όσο γράφω λέξη λέξη σπάω στα χίλια εκατομμύρια κομματάκια της στο μυαλό μου… )

Σοφία Κορώνη

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008


Δεν ξέρω τι συμβαίνει
με το πρόσωπό σου

Δεν αντέχω να το κοιτάζω

Δεν είσαι πια
μέσα στο πρόσωπό σου
Τα μάτια σου
δεν είναι πια τα δικά σου μάτια

είναι


(JON FOSSE παραλλαγές θανάτου
μετάφρ:Κατερίνα Σαρροπούλου εκδόσεις ΑΓΡΑ)


(φωτο:Κ.ΜΠΑΡΑΣ)

Μια Δευτέρα...


Δευτέρα 24 Ιουλίου.

Ελάτε να μ'αγαπήσετε.
Ελάτε.

'Ελα μέσα σ'αυτό το λευκό χαρτί.
Μαζί μου.

Σου δίνω το δέρμα μου.
Έλα.
Γρήγορα.

Πές μου αντίο.
Αυτό φτάνει.
Δεν ξέρω πια τίποτε για σένα.


Φεύγω με τα φύκια.
Έλα μαζί μου.

(Μ.ΝΤΥΡΑΣ ΤΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΥΛΑ
μεταφρ:ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΤΡΙΣΟΝ-ΜΙΛΣΑΝΗ εκδ:εξάντας)
(φωτο:Κ.ΜΠΑΡΑΣ)

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Happy people have no stories


Η αφήγηση , είναι ίσως ο μόνος τρόπος να γλιτώσει ο κόσμος από τη λήθη.




Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

Η ΘλΙΨΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Να μη σας εμποδίζω,είπε.Και άλλαξε όνειρο.
Με τα χρόνια,είπε,με τα χρόνια αισθάνομαι ένα χνούδι
στην ψυχή μου.Όταν φυσάει θέλω να φεύγω.Στην άπνοια
απλώς λέω ψέματα...

...Παλιά,είπε,κάποιος αγάπησε το γέλιο μου.
Του το'δωσα όλο.

Τα λέγαμε πότε πότε.Εσύ με τη σιωπή εγώ με το θυμό...

Μεγάλη Εβδομάδα
Δευτέρα
Χρόνια μετά
Σώμα-τέφρα
Μνήμη λεηλασίας.
............................................................................................................................................
.............................................................................................................................................
.............................................................................................................................................
Κυριακή
Σημασία έχει να είναι Κυριακή...

Επίλογος
Είμαστε τα βράδια μας
Κι εκείνο το γλυκό κίτρινο
Που φωτίζει τους έρωτές μας
Και που μπορεί να είναι απλώς
Η τρέλα που έρχεται.
(αποσπάσματα από τη συλλογή
η θλιψη του σώματος
της ΣΤέΛΛΑ ΒΛΑΧΟΓΙάΝΝΗ)
αντιγραφή-φωτο ΚΩΣΤΑΣ

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Kαλό μήνα

Αν ήταν Δευτέρα θα το καταλάβαινα
αλλά Σάββατο;
Είναι δυνατόν να μη μ' αγαπάς Σάββατο;
(η θλίψη του σώματος ΣΤΕΛΛΑ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ)
αντιγραφή-φωτο ΚΩΣΤΑΣ

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007
















...Ενα χαρτί κυλάει στο δρόμο


δισταχτικά,με πολλές παύσεις,και χωρίς να επισύρει


την προσοχή κανενός,-κι αυτό του αρέσει.Μα πάλι,κάθε τόσο,


αφήνει ένα τρίξιμο ιδιαίτερο,που το διαψεύδει-σα να γυρεύει τώρα


κάποιον αδέκαστο μάρτυρα για τη σεμνή,μυστική του πορεία.Κι


όλα τούτα


έχουν μιάν έρημη,ενεξήγητη ομορφιά,κ' ένα βαθύτατο πόνο


από δικές μας,ξένες κι άγνωστες,χειρονομίες-δεν έχουν;




ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ Η ΕΛΕΝΗ απόσπασμα






αντιγραφή-φωτο: ΚΩΣΤΑΣ


Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007

Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως


Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως
ακριβώς
δυο τρία σπίτια παρά κει
πολύ κοντά
πιο μακριά ο άνθρωπος
από αυτό που φτιάχτηκε
δεν πάει

Κική Δημουλά

(φωτο Κωστας)

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2007

Νόστος



Γεννήθηκα το 1963 στο Βέλγιο. Οι γονείς μου μετανάστες εκεί από το ΄59. Φτώχια τότε στη μεταπολεμική Ελλάδα, ο τόπος δε τους σήκωνε, έφυγαν… Ο πατέρας μου βρήκε δουλειά στις «μίνες» του Charlerois, στα ανθρακωρυχεία δηλαδή, βαθιά μέσα στη γη έσκαβε για κάρβουνο. Η μητέρα μου δούλευε σε σπίτια πλουσίων, οικιακή βοηθός (ποτέ μου δεν έχω πάρει γυναίκα να με βοηθήσει στις δουλειές του σπιτιού!).Στην Αγγλία που είχε πρωτο-ξενιτευτεί, έφυγε επειδή έπαθε υπερκόπωση και μπήκε στο νοσοκομείο! Τη ξεθέωσαν. Συνήλθε και μετά έφυγε πάλι για Βέλγιο. Εκεί μετά από δύο χρόνια δουλειάς και πολλής μοναξιάς (όπως γράφει στο παλιό εκείνο ημερολόγιο της) παντρεύονται, μετά από προξενιό, με τον πατέρα μου. Εκεί στο Laéstr κοντά στο Charlerois έκαναν τρία παιδιά. Εγώ ήμουν η πρώτη, μετά ο Κώστας και μετά ο Μισέλ (η Χριστίνα γεννήθηκε μετά στην Ελλάδα κι άκουγε τις ιστορίες μας κι όταν μεγάλωσε έκανε Γαλλικά να μάθει να μιλάει τη γλώσσα που ξεχνούσαμε εμείς πια). Οι Βέλγοι ήταν πολύ ευγενικοί άνθρωποι, μόνο που δε μας έκαναν παρέα. Οι μετανάστες έκαναν παρέα μόνο μεταξύ τους. Μεγάλες παρέες με Έλληνες, Ιταλούς και Ισπανούς. Οι πιο καλοί μας φίλοι ήταν μια οικογένεια Ιταλών, η Ντίνα, ο Γκούστο και τα δυο αγοράκια τους ο Κάρλο κι ο Ματέο! Ο Γκούστο δούλευε με τον πατέρα μου στο ίδιο ανθρακωρυχείο, η μητέρα μου με την Ντίνα ήταν σαν αδελφές, κι εγώ τη Ντίνα την ένιωθα σαν δεύτερη μητέρα μου, καλύτερα ακόμα γιατί εκείνη ποτέ δε με μάλωνε (η μητέρα μου ήταν πάντα λίγο θλιμμένη και νευρική γιατί ο πατέρας μου επειδή του έλειπε πολύ το χωριό του στη Ελλάδα, ξέδινε παίζοντας χαρτιά με τις ώρες και την άφηνε μόνη) . Η Ντίνα με φρόντιζε πολλές φορές όταν η μητέρα μου δούλευε, μου έδειχνε πως φτιάχνουν τα ραβιόλια – άνοιγε μόνη της το φύλλο για τις ιταλικές πάστες – κι εγώ βυθιζόμουν μες τις αχνιστές της μυρωδιές στα χάδια και στα όλο λατρεία κανακέματα της – μου είχε μεγάλη αδυναμία – και τα αγόρια όλο τσακώνονταν ποιος θα με πρωτοπαίξει, εκείνα τα κυνηγητά το κρυφτό κάτω απ’ τη σκάλα οι σιωπές η γλύκα του έρωτα στα τέσσερα σου χρόνια όταν ακόμα η λέξη έρωτας δεν υπάρχει στο μικρούλη λεξιλόγιο σου κι εγώ έλιωνα που υπήρχε κι ο Κάρλο στον κόσμο και αγαπούσα τον Ματέο που ήταν ο πιο μεγάλος απ’ τους τρείς μας και ¨τα ήξερε¨ όλα και μας μάθαινε όλες τις κρυφές κρυψώνες κ μας πρόσεχε μη πάθουμε ποτέ κακό…

Όταν έκλεισαν οι «μίνες» και φύγαμε τότε για τις Βρυξέλλες, εκείνοι δεν ήρθαν, έμειναν πίσω. ‘Ήμουν πέντε κ για πάντα θυμάμαι να αγκαλιάζω και να σφίγγω με βαθύ σπαραγμό τα πόδια της Ντίνας (μέχρι εκεί την έφτανα) και κανείς δε μπορούσε να με τραβήξει μακριά της, όλοι από πάνω μου οι γονείς μου τα παιδιά ο θείος Κώστας με τη θεία Σπυριδούλα ( αυτοί είχαν αμάξι και θα μας πήγαιναν στις Βρυξέλες, μια γκρι μερσεντές που τη δούλευε ταξί ο θείος και του’ μεινε μετά το επάγγελμα και στην Ελλάδα όταν γύρισαν – ένα χρόνο μετά από μας) κι εγώ έκλαιγα απέραντα θρηνούσα σε όλο το ταξίδι κι όταν φτάσαμε συνέχισα να κλαίω για τρεις μέρες χωρίς να σταματήσω… δεν είχα τελειωμό. Και οι μεγάλοι δεν είπαν τίποτα, με περίμεναν, ήξεραν από αποχωρισμούς αποχαιρετισμούς και ξεριζώματα.

Δεν τους ξαναείδα ποτέ. Αλληλογραφούσαν όμως για χρόνια με τους γονείς μου. Μέχρι τα τριάντα μου περίπου έβλεπα συχνά στα όνειρα μου ότι επιστρέφω στο Βέλγιο και ψάχνω όλο νοσταλγία και αγωνία τη Ντίνα! Κάθε φορά διαφορετικό όνειρο με την ίδια όμως πάντα -αιώνια σχεδόν- αναζήτηση. Και κάθε μα κάθε φορά που νόμιζα πως πλησίαζα κοντά της… εκείνο το σπίτι ήταν πάντα κλειστό και κανείς δεν έμενε πια εκεί. Ποτέ δε τη βρήκα στα όνειρα μου.( ξανά έχασα αργότερα κάποιον στη ζωή μου και πάλι για χρόνια τον έψαχνα σε ματαιωμένα όνειρα, πήγαινα να τον βρω στο σπίτι εκείνο αλλά δεν έμενε ποτέ πια εκεί κανείς). Σταμάτησα να την αναζητώ στον ύπνο μου την εποχή περίπου που πέθανε. Πέθανε νωρίς, ταλαιπωρημένη από αλτσχάιμερ. Πήγε τότε η μητέρα μου να τη δει (στο μοναδικό της ταξίδι ξανά στο Βέλγιο – με τη Χριστίνα!) αλλά εκείνη δεν την αναγνώρισε. Ο Γκούστο, τότε, όταν είχαμε φύγει εμείς, είχε πάθει ατύχημα στα ανθρακωρυχεία. Μια στοά είχε πέσει και τους πλάκωσε. Όταν τους έβγαλαν ύστερα από κάποιες μέρες, εκείνος είχε πάθει σοβαρή ζημιά στα πνευμόνια. Έμεινε πολύ καιρό στο νοσοκομείο. Δεν μπόρεσε να ξαναδουλέψει . Οι Βέλγοι του έδωσαν καλή σύνταξη. Εκείνος βυθίστηκε στο ποτό και στη θλίψη της αδράνειας. Δεν γύρισαν ποτέ στην Ιταλία. Τα παιδιά μεγάλωσαν σπούδασαν κι έφυγαν για τις Βρυξέλλες. Μείνανε μόνοι τους, μαράζωσε κι η Ντίνα δίπλα στη θλίψη του Γκούστο. Πέθανε πρώτα εκείνος και μετά ακολούθησε κι εκείνη.

Εμείς μείναμε άλλα τέσσερα χρόνια. Brusselles, Rue de la Concorde.Στην αρχή μέναμε στο υπόγειο ενός υπέροχου νεοκλασικού κτιρίου. Ήμασταν θυρωροί.

(Σοφία Κορώνη)



Πες μου μια ιστορία, Πιου (3)

-Ποιά ιστορία, παιδί μου;

-Μια ιστορία που αρχίζει από την αρχή.

-Αυτή είναι η ιστορία της ζωής.

-Είναι όμως η ιστορία της δικής μου ζωής;

-Μόνο αν την πεις εσύ.

(ΤΖΑΝΕΤ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΟΝ , Πες μου μια ιστορία)

φωτο: ΚΩΣΤΑΣ

Ο καθένας έχει τον παράδεισο/αποχαιρετισμό που του αξίζει

Ένας γνωστός μου, επαγγελματίας - και (ΟΧΙ: αλλά) εραστής του αντικειμένου - ντράμερ έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητιστικό, την άνοιξη, 30 ετών. Οι γονείς του, άθεοι, του έκαναν πολιτική κηδεία στο α’ νεκροταφείο αθήνας (δεν ήξερα καν ότι εκεί ”φιλοξενούν” τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Και κάπως, όταν το έμαθα αυτό, κάπως με καθησύχασε.)

Στην κηδεία λοιπόν, δικοί του άνθρωποι μίλησαν γι’ αυτόν, διαβάστηκαν κείμενα που αγαπούσε, ακούστηκε ηχογραφημένος να παίζει ο ίδιος αυτός, ο περί ου (άσχημος ο μη τονισμός, το ξέρω, άστε τις γκρίνιες) η όλη κίνηση, κάποιοι φίλοι και συνεργάτες του παίξανε ζωντανά μουσική, καθώς επίσης έφτασε εκεί και συμμετείχε μουσικά, παίζοντας και τραγουδώντας δηλαδή, και το ποίμνιο της νιγηριανής εκκλησίας, όπου αυτός συστηματικά πήγαινε τις κυριακές και συνόδευε τα μέλη του στις τελετές τους. Ο κόσμος στην κηδεία συγκινήθηκε και έκλαψε. Θα συνέβαινε ούτως ή άλλως, απλώς αυτός ο αιφνιδιασμός ήταν καταλυτικός. Ή μάλλον, ο κόσμος θα έκλαιγε ούτως ή άλλως.

Από το νεκροταφείο αργότερα ενημέρωσαν την οικογένεια ότι το απόγευμα της ίδιας ημέρας, οι νιγηριανοί επέστρεψαν εκεί στο χλοερό τόπο (τα νεκροταφεία μας… εκεί! παραμένουν χλοερά!) και έπαιξαν μουσική ξανά για να τον τιμήσουν, ή να τον κλάψουν, ή να τον χαιρετήσουν, ή να τον γλεντήσουν, ή ό,τιδήποτε που αυτή τη στιγμή αδυνατώ να ονοματίσω με σιγουριά, καθώς οι εθνολογικές μου γνώσεις κινούνται σχετικά ημιμέτρως.

Στην Αίγυπτο που ήμασταν με τον Κώστα, ένας που τον έλεγαν Χάλεντ και το όνομά του σημαίνει αθάνατος, μας είπε κάτι που του έλεγε ο πατέρας του - και μάλλον το λένε κι όλοι οι πατεράδες στην Αίγυπτο. Δηλαδή θρησκογενής, το πιθανότερο, θυμοσοφία: ” Πρέπει πεθαίνοντας να αφήσεις κάτι που θα συνεχίσει, θα παρατείνει την παρουσία σου στη ζωή και που θα κάνει το καλό στον κόσμο που μένει πίσω. Το προτιμότερο είναι: ένα παιδί (για ευνόητους λόγους) ή ένα δέντρο να ρίχνει σκια στον περαστικό ή μία πηγή να δροσίζει έπίσης τον περαστικό. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο περί ου εν μέρει το παρόν κείμενο, μεταξύ πολλών άλλων αγαθών που σίγουρα κληροδότησε πεθαίνοντας, άφησε στη μνήμη αυτών των φίλων του και κάποια - δροσερά σα γάργαρο νερό και σα γιγάντια πλατανόφυλλα στην μέση της ερήμου - ρυθμικά sessions (έτσι τα λένε?) με τα οποία αυτοί οι φίλοι του λατρεύαν το θεό τους, ή εν πάση περιπτώσει περνάγαν καλά τις κυριακές τους, τα πρωινά. Και ένιωσαν ευγνωμοσύνη.

(σχετικό/άσχετο:

το νεκροταφείο της αρτέμιδος/βραυρώνας/λούτσας/ή όλα αυτά μαζί

είναι γαμώτο πολύ όμορφο, σχεδόν καθηλωτικό)

Τατιάνα Άννα

This is not a love story...

Ένας άντρας γερνάει, παχαίνει και πίνει ουίσκι στο κρεβάτι του.

Η πρώην γυναίκα του ακριβώς το αντίθετο. Με τα χρόνια γίνεται όλο και πιο όμορφη, φτιάχνει σώμα έφηβου κοριτσιού και γυρνάει από πάρτι σε πάρτι φλερτάροντας μ’ ένα σωρό επιβήτορες.

Ένας άντρας παρατάει τα πάντα και τρελαίνεται μέσα σε βρώμικα ξενοδοχεία με ξεδοντιάρες πόρνες.

Η πρώην γυναίκα του ακούει Σοπέν στο ακριβό της σαλόνι καθώς δύο άντρες την ξεσκίζουν πάνω στον μπορντό καναπέ.

Ένας άντρας κόβει τα νύχια του και το μόνο που κάνει είναι να μετράει πόση υπομονή του έχει μείνει καθώς λερώνει τα χέρια του προσπαθώντας ν’ ανάψει ένα καντήλι.

Η πρώην γυναίκα του τρώει μπέικον για πρωινό και το βράδυ πίνει ένα ποτήρι ακριβό μπράντι για να κοιμηθεί.

Ένας άντρας βρίσκει κάτι παλιές φωτογραφίες, ποτίζει ολόκληρο το σπίτι με βενζίνη και του βάζει φωτιά καθώς στέκεται στην κουζίνα και σκίζει την προτελευταία φωτογραφία.

Η πρώην γυναίκα του σηκώνει το τηλέφωνο και κανονίζει να βγει μ’ έναν εικοσιπεντάχρονο.

Ένας άντρας καίγεται ολόκληρος μέσα στην κουζίνα δίχως να βγάλει μιλιά.

Η πρώην γυναίκα του λούζεται με το ακριβό της άρωμα και φοράει τις καινούργιες της γόβες.

Η ώρα είναι δώδεκα και εικοσιδύο.

κείμενο και φωτογραφία: Γιάννης Ζελιαναίος

...love song...


Τρίτη ιστορία

Σ’ ένα στενάχωρο ισόγειο στο Περιστέρι…η οικογένεια Μορί από τη Σενεγάλη – ο πατέρας Σεκ, η μητέρα Ζοσέ και η ηλικίας επτά μηνών Σουνέκα. Η μεγαλόσωμη, επιβλητική Ζοσέ, αν και πλέον αισιόδοξη, παραμένει επιφυλακτική, διηγείται σχεδόν αποστασιοποιημένα, χωρίς να προδίδει τα συναισθήματα της. Ελέγχει τη γλώσσα του σώματος.

«Είμαι στην Ελλάδα από τον περασμένο Σεπτέμβριο. Οι γονείς μου με ανάγκασαν να παντρευτώ τον πρώτο μου σύζυγο, παρότι ήμουν ερωτευμένη με τον τωρινό μου από μικρό παιδί. Όταν πέθαναν ζήτησα διαζύγιο για να απελευθερωθώ, αλλά ο άντρας μου δεν δεχόταν. Έφυγα και βρήκα τον Mr Morry (σ.σ. έτσι αποκαλεί τον άντρα της σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας) στο Νότο όπου μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος. Εκεί παντρευτήκαμε, αφού πρώτα κατάφερα να εξασφαλίσω τα χαρτιά του διαζυγίου. Όμως ο πρώην σύζυγός μου έβαλε έναν ξάδερφό του που πολεμά με τους αντάρτες να σκοτώσουν τον Mr Morry. Έφτασαν στο σημείο να κακοποιήσουν και να απειλήσουν την πρώην γυναίκα του, ψάχνοντας για εκείνον. Η πλήρης αναρχία στη χώρα μου έχει δημιουργήσει μια μαφία πληρωμένων δολοφόνων που δεν δίνουν λογαριασμό. Μόλις καταλάβαμε ότι αργά ή γρήγορα θα μας σκότωναν, φύγαμε. Περπατήσαμε μέχρι τη Γουινέα, περάσαμε στην Ακτή Ελεφαντοστού κι έπειτα στη Λιβύη. Εκεί δουλέψαμε, εγώ σε εστιατόριο και ο άντρας μου σε οικοδομές. Η Ευρώπη αποτελούσε ελπίδα, στην Ιταλία είχα συγγενείς που πίστευα ότι θα μας βοηθήσουν. Πληρώσαμε 2.000 δολάρια ο καθένας σε έναν Λίβυο για να πάμε με πλοίο εκεί, ταξιδεύοντας με άλλους 35 μετανάστες. Αλλά μας κορόιδεψαν. Κατεβήκαμε από το πλοίο νομίζοντας πως είμαστε στην Ιταλία, ενώ βρισκόμαστε στο Πειραιά

Φτάνοντας στην Αθήνα ετοιμόγεννη, περιπλανήθηκα σε Ομόνοια και Πλατεία Αμερικής, τελικά βρήκα την Praksis, γέννησα κι εγκαταστάθηκα πρώτα στο Ίλιον και μετά εδώ». Χαμόγελο…

(συνέντευξη –Παναγιώτης Μενέγος για τον Ταχυδρόμο)


«Εμένα τότε με καταδίωκε η νοσταλγία. Πάντοτε έτσι ήμουν και δεν ήξερα πώς να ξεφορτωθώ τη νοσταλγία για να ζήσω ήρεμα.

Ακόμη δεν το έχω μάθει. Και υποψιάζομαι ότι ποτέ δεν θα το μάθω. Αλλά τουλάχιστον ξέρω κάτι πολύτιμο: Είναι αδύνατον να ξεφορτωθώ τη νοσταλγία, γιατί είναι αδύνατον να ξεφορτωθεί κανείς τη μνήμη. Είναι αδύνατον να ξεφορτωθείς ό,τι έχεις αγαπήσει.

… Κι αυτό είναι εκείνο που αναζητούμε όλοι καθημερινά: Να μη σπαταλήσουμε τη ζωή μας μονάχοι, να συναντήσουμε κάποιον, να δοθούμε λίγο, να αποφύγουμε τη ρουτίνα, να απολαύσουμε το κομμάτι της γιορτής που μας αναλογεί».

Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες «Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας»

(Σοφία Κ)

Ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία!...

«…Όλα πρέπει να είναι καλά. Μια κοινωνία-πρότυπο δεν μπορεί να έχει εγκλήματα ούτε άσχημα πράγματα.

Αλλά το σωστό είναι ότι πρέπει να ξέρεις. Αν δεν έχεις όλες τις πληροφορίες δεν μπορείς να σκεφτείς ούτε να αποφασίσεις ούτε να έχεις άποψη. Μετατρέπεσαι σε ηλίθιο, ικανό να πιστέψει σε οτιδήποτε.

Γι’ αυτό εγώ είχα απογοητευτεί τόσο πολύ με τη δημοσιογραφία και άρχισα να γράφω μερικά πολύ σκληρά διηγήματα.

Σε τόσο σπαρακτικούς καιρούς δεν μπορείς να γράφεις με προσήνεια. Χωρίς καμία τρυφερότητα γύρω μας, είναι αδύνατον να παράγεις αριστουργηματικά κείμενα. Γράφω για να κεντρίσω λιγάκι και να αναγκάσω κι άλλους να μυρίσουν σκατά. Πρέπει να κατεβάσουμε το μουσούδι μας στο έδαφος και να μυρίσουμε τα σκατά. Έτσι τρομοκρατώ τους δειλούς και ενοχλώ εκείνους που αρέσκονται να φιμώνουν όσους μπορούμε και μιλάμε.

Δεν μπορούσα πια να μένω σιωπηλός, γράφοντας βλακείες με αντάλλαγμα κάποιον έπαινο. Το παιχνίδι είχε υπερβολικά αυστηρούς κανόνες. Μπορούσες να λες μόνο «ναι». Και δεν άξιζε τον κόπο.

Τα’ στειλα όλα στο διάολο και έγραφα μερικά διηγήματα απογυμνωμένα. Τα διηγήματά μου μπορούσαν να βγαίνουν στη μέση του δρόμου, τσιτσίδι, ουρλιάζοντας: «Ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία!».

Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες «Η βρώμικη τριλογία της Αβάνας»


Δεύτερη ιστορία

Συνέντευξη

Πως βρέθηκες στον αμερικανικό στρατό; «Χρειαζόμουνα δουλειά, όταν έμαθα ότι ο στρατός προσλαμβάνει. Μου αρέσει να ταξιδεύω και να δοκιμάζω καινούργια πράγματα, οπότε κατατάχτηκα».

Όταν έμαθες πως θα πας στο Ιράκ πως αντέδρασες; «Ενθουσιάστηκα! Μου αρέσει να ταξιδεύω και το αντιμετώπισα σαν ένα επαγγελματικό ταξίδι με όλα τα έξοδα πληρωμένα».

Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό όταν ακούς τη λέξη Ιράκ; «Χάος».

Μετάνιωσες που πήγες εκεί; « Όχι».

Σου πέρασε από το μυαλό να παραιτηθείς; «Όχι».

Σε έχω δει σε φωτογραφίες με το όπλο ανά χείρας, με την πλήρη εξάρτυση της στολής και το ανάλογο ύφος. Σου αρέσει το στυλ «Ράμπο»; «Ήμουνα στο κόσμο μου. Κάνεις πολλά περίεργα πράγματα όταν είσαι εκεί».

Πως σε υποδέχτηκαν όταν επέστρεψες; «Δεν έκαναν καμία παρέλαση ή τίποτα άλλες τέτοιες αηδίες για καθυστερημένους».

Πως νομίζεις ότι θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος και πότε; «Πιστεύω ότι θα πάρει πολύν καιρό μέχρι να τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Θα είμαστε εκεί για δεκαετίες».

Ποια ήταν η καλύτερη και αντίστοιχα η χειρότερη στιγμή σου στο Ιράκ; «Και καλύτερη και χειρότερη στιγμή ήταν όταν έφευγα από το Ιράκ».
Τι θα έλεγες στους συγγενείς των θυμάτων σου; «Γεια σας. Με λένε Κόλμπι Μπάζελ. Πως είστε;».

Τι θα έλεγες σε όσους προσπάθησαν να σε σκοτώσουν; «Γεια και…αστοχήσατε!».

Συνηθίζεται ο πόλεμος; «Οι άνθρωποι μπορούν να συνηθίσουν τα πάντα όταν το θέλουν».

Τελικά αξίζει κάτι η ανθρώπινη ζωή; «Μπα. Όχι πραγματικά».

(…Ένας από τους χιλιάδες αμερικανούς στρατιώτες στο Ιράκ… «από πλήξη» όπως λέει, κατέγραφε όλα όσα ζούσες σε ηλεκτρονικό ημερολόγιο…Ο Κόλμπι Μπάζελ έγραψε για τον πόλεμο του Μπους έτσι όπως σκότωνε: απλά, δίχως σκέψεις και ερωτήματα, κυνικά…Ετσι όπως απάντησε και στις ερωτήσεις.

Συνέντευξη: Μπετίνα Παναγιωταρά)

(Σοφία Κ)

Πες μου μια ιστορία, Πιου (2)

-Ποιά ιστορία, παιδί μου;

-Την ιστορία του μυστικού του Μπέιμπελ Νταρκ.

-Υπήρχε κάποια γυναίκα.

-Πάντα το ίδιο λες.

-Υπάρχει πάντα μια γυναίκα κάπου,παιδί μου-κάποια πριγκίπισσα,κάποια μάγισσα,κάποια μητριά,κάποια γοργόνα,κάποια καλή νεράιδα,ή κάποια που είναι ωραία αλλά κακιά,ή είναι ωραία και καλή.

-Είναι αυτή ολόκληρη η λίστα;

-Υπάρχει και η γυναίκα που αγαπάς.

-Ποιά είναι αυτή;

-Αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

(ΤΖΑΝΕΤ ΓΟΥΙΝTΕΡΣΟΝ)

photo by: Κώστας

Πιου, πές μου μια ιστορία

Τι είδους ιστορία, παιδί μου;

Μια ιστορία με ευτυχισμένο τέλος.

Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σε όλο τον κόσμο παιδί μου.

Δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος;

Δεν υπάρχει τέλος.


(ΤΖΑΝΕΤ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΟΝ εκδόσεις Μελάνι)



( photo by DAVID J. NIGHTGALE)
“αντιγραφή”-ΚΩΣΤΑΣ

Μυστικά της συμπάθειας

[Σκέψεις πάνω σε μια παράσταση που δεν συνέβη ακόμα]

…εγώ εσύ ο άλλος εμείς εσείς οι άλλοι ένας (κανένας;) όλοι …κ ξανά


«ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΜΠΑΘΕΙΑΣ»

Κωστής Παπαγιώργης

…«Στην ηθική ζωή», γράφει ο Μπαλζάκ, « όπως και στη σωματική, υπάρχει εισπνοή και εκπνοή. Η ψυχή έχει ανάγκη να ρουφήξει τα αισθήματα μιας άλλης ψυχής, να τα αφομοιώσει και να τα ξαναβγάλει έξω πιο πλούσια. Χωρίς αυτό το ωραίο ανθρώπινο φαινόμενο, η καρδιά δεν έχει ίχνος ζωή∙της λείπει ο αέρας, υποφέρει και μαραίνεται».

…Συμπάθεια σημαίνει αφήγηση, και μάλιστα διττή. Από την μια τα εξωτερικά γεγονότα, από την άλλη η εσωτερίκευση – ήτοι η δεύτερη αφήγηση –του αποδέκτη. Σε όλα τα ανθρώπινα, η συμπάθεια ανθεί σαν εσωτερίκευση και οικειοποίηση μιας έξωθεν ιστορίας, σαν αφήγηση πάνω σε αφήγηση. Αποκλείεται ένας άνθρωπος να ακούσει κάτι και να μην το ζήσει αυτομάτως και στοιχειωδώς σε δικό του χώρο και χρόνο. Του διηγούνται ένα ταξίδι στην Αφρική και παρευθύς έχει φύγει για την Αφρική∙του διηγούνται μια πυρκαγιά και στην στιγμή έχει σκηνοθετήσει μέσα του μια δική του πυρκαγιά, ένα δικό του κίνδυνο, μια δική του δυστυχία∙του μιλάνε για ένα παλιόμουτρο και, άγνωστο πως, αυτοσχεδίως έχει γίνει κιόλας μαλλιά κουβάρια μαζί του. Η διυποκειμενικότητα εμφανίζεται πάντα διττογραφική∙ κάθε εκπεφρασμένο νόημα προκαλεί μιαν αλληλοτυπία που δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς το αμοιβαίο ρεύμα των συμπαθητικών αντιδράσεων.

…Στην ουσία δεν υπάρχει «ξένο» βίωμα. Από την πλέον τετριμμένη πραγματικότητα ως το πιο αποτροπιαστικό κακούργημα, νιώθουμε ανομολόγητα να μετέχουμε χωρίς καμιά δυσκολία. Εν σπέρματι είμαστε όλοι οι άλλοι, εν σπέρματι έχουμε διαπράξει τα πάντα, εν σπέρματι όλοι είναι σαν κι εμάς. Αν ο άνθρωπος αποδεικνύεται καθρέφτης του ανθρώπου, καλός αγωγός καθετί ανθρώπινου, είναι γιατί στα πάντα νιώθει να αφυπνίζεται η φύση του. Τι άλλο δήλωνε η ρύση του Τερέντιου: είμαι άνθρωπος και τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο!

(posted by: Σοφία Κ)

photo by: Willy Ronis

Happy people...have no stories

Ιστορίες ανθρώπων.

Λόγια ανθρώπων.

Διαβάζω.

Λέξεις - πολλές – στη σειρά – φράσεις …

… εικόνες – μνήμες

ζωντανά τοπία μικρών κολάσεων.

κ πάλι λέξεις – πάνω σε χαρτί λέξεις στη σειρά,

καινούργιες φράσεις…

τώρα.

κάποια δάκρυα που χάθηκαν επειδή κανείς δεν ήταν εκεί να συμπονέσει κ η στιγμή χάθηκε…

… … …

κ έρχονται πάλι λέξεις

να πουν την ιστορία

για να ξορκιστεί η λήθη

να ξορκισθεί ο θάνατος της στιγμής που παρήλθε

και μας έκανε καινούργιους.

Καμιά φορά δεν υπάρχει ιστορία

- πολλές λέξεις όμως –

για να καλύψουν την απουσία της ζωής που κανείς δεν θυμάται.

Θα είμαι εδώ όταν συμβούν όλα

θα πω τις λέξεις με ολοκάθαρες γαλάζιες κηλίδες ειλικρίνειας.

Θα θυμόμαστε ο ένας τον άλλον για μια στιγμή

μετά θα ξεχαστούμε αλλά πάντα θα θυμόμαστε - τη στιγμή.

( κοιμήθηκα … κ ωχ θεέ μου … ξέχασα να ξυπνήσω! )

Τέλη Αυγούστου 2007

Ιστορίες ανθρώπων

Πρώτη ιστορία

Gwen de Freitas (ποινή φυλάκισης 18 χρόνια)

«Είμαι ήδη 4 χρόνια στη φυλακή για το φόνο του άντρα μου. Κατηγορήθηκα μαζί με τον αδελφό μου – στην πραγματικότητα ο αδελφός μου τον σκότωσε και εκτίει ισόβια κάθειρξη. Εγώ είμαι μέσα ως συνεργός. Με βίασαν για πρώτη φορά όταν ήμουν 5 ετών. Μετά με βίαζε συνέχεια ο άντρας μου. «Άλλωστε, απολαμβάνεις το σεξ από τα 5 σου!» μου έλεγε συνέχεια. Βίασε και τον γιό μου. Το έμαθα μόλις πριν από δύο χρόνια. Ζούσαμε με το φόβο. Γυρνούσε σπίτι και μας κλείδωνε όλους μέσα. Τα παιδιά έτρεμαν κυριολεκτικά από το φόβο τους. Όσες φορές προσπάθησα να πάω στην αστυνομία, με οδηγούσε έξω από το σπίτι και μου κολλούσε το όπλο στο κεφάλι ή μου το έβαζε μέσα στο στόμα. Το βράδυ πριν τον σκοτώσει ο αδελφός μου με είχε βιάσει. Ήταν πολύ ζηλιάρης. Αν με κοιτούσε κανείς στο δρόμο, ήθελε να του επιτεθεί. Όταν γυρνούσαμε σπίτι, ορμούσε σ’ εμένα. Όλα ξεκίνησαν 8 μήνες μετά το γάμο μας. Στην αρχή ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος στον κόσμο. Ζήλεψε για κάποιο λόγο και με χτύπησε. Μετά ζήτησε συγγνώμη κι εγώ σκέφτηκα πως δεν θα ξαναγίνει. Όμως, γινόταν όλο και συχνότερα – και όλο και χειρότερα. Χτυπούσε εμένα, φώναζε και χτυπούσε τα παιδιά. Και τα έκανε όλα νηφάλιος. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν έπαιρνε ναρκωτικά. Δεν το έχω μετανιώσει που πέθανε. Ωστόσο, έχω ζητήσει συγγνώμη από τη μητέρα του, από τα παιδιά μου, από όλους. Δεν ήταν σωστό να πάρω το νόμο στα χέρια μου. Όμως ήμουν τόσο εγκλωβισμένη τότε. Τώρα είναι διαφορετικά. Είμαι πολύ πιο δυνατή κι έχω μάθει να συγχωρώ.»

(απλώς μια συνέντευξη από Κυριακάτικη εφημερίδα ) – έτσι περνούν οι Κυριακές, διαβάζω ξυπνάω - και ξανακοιμάμαι. Θυμάμαι ότι ίσως το ξαναέζησα κι εγώ αυτό – τρομάζω και ξανακοιμάμαι.

(Σοφία Κ)

zine#05


zine#04


zine#03


zine#02


zine#01


Οι μοναχικές ταφές

Διαβάζοντας ξανά τα λόγια των ευαγγελίων για την ταφή του Χριστού, τις γυναίκες που τον άλειψαν με έλαιο και μύρο, θυμήθηκα ένα μονόστηλο που δημοσιεύτηκε προ μηνός στις εφημερίδες. Ένας άντρας 35 χρόνων βρέθηκε νεκρός πίσω από το άγαλμα του Τρούμαν, σε μια βραγιά πίσω από τα καλλωπιστικά φυτά, σε κατάσταση αποσύνθεσης. Ήταν εκεί νεκρός επί ένα μήνα και κανείς δεν το είχε προσέξει. Η ταφή του ήταν συνοπτική και ανώνυμη. Πιθανολογώ ότι δεν τον έθαψαν σε τάφο με σταυρό - τι να γράψουν πάνω;

Στο Άμστερνταμ, όπου η Δύση ζει το βαθύ της γήρας, όταν βρίσκουν κάποιο από τα χιλιάδες ”ανεξάρτητα” παιδιά της πεθαμένο, εγκαταλειμμένο από όσους το ήξεραν, υπάρχει μια ομάδα από Ολλανδούς ποιητές που πάει και ακολουθεί την κηδεία του. Τοποθετεί λουλούδια στο χώμα (υπάρχουν σε αφθονία εκεί), κι από τα ρούχα, το όνομα, την ιδιότητα του πεθαμένου προσπαθεί να καταλάβει τη κουλτούρα του, και να παίξει κάποιο ανάλογο τραγούδι. Ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε αυτή τη χειρονομία, ο ποιητής Frank Starik, καμιά φορά γράφει λίγους στίχους και τους λέει για την περίσταση. Τις προάλλες βρήκε το σώμα ενός άντρα 43 ετών, που είχει αυτοκτονήσει σε μια σοφίτα, παρατημένο δύο βδομάδες. Το έθαψαν με αληθινή λύπη. ” Θελήσαμε να του δώσουμε ένα ίχνος στη ζωή, να τον προφυλάξουμε από την αναξιοπρέπεια μιας ερημικής ταφής “, είπε στον Independent τη Δευτέρα.

Ο Δήμος του Άμστερνταμ βρίσκει κάθε μήνα περίπου 250 ανθρώπους πεθαμένους εν κρυπτώ. Οι πιο πολλοί δίχως συγγενείς και φίλους. Ντόπιοι και ξένοι - άνθρωποι που ήρθαν εδώ να βρουν δουλειά ή να ζήσουν τον έκδοτο ηδονισμό. Σε αυτές τις περιπτώσεις καλούνται οι ποιητές. Για να υπάρξει τουλάχιστον ένα σωστό αντίο. Λίγα χιλιόμετρα πιο κει, στο Βέλγιο, σχεδόν μετά βίας μαζεύουν το πτώμα και το αποτεφρώνουν. Εδώ οι ποιητές προσπαθούν να υπερασπιστούν αυτό που ήδη από τον Όμηρο αποτελεί ένα κορυφαίο χαρακτηριστικό του (αξιοπρεπούς) ανθρώπου: να θάψει και να κλάψει τους νεκρούς του.

Στην ψιλογιάπικη Ελλάδα, αυτές οι χειρονομίες φαίνονται τώρα άχρηστες, αν όχι ύποπτες. Μόνο ορισμένοι, που ζουν μόνοι, πολύ μόνοι, ενδεχομένως νιώθουν τη σάρωση της φρίκης. Ο υψηλός συμβολισμός του χεριού που κλείνει τα μάτια του αγαπημένου του, δε λέει και πολλά πράγματα.

Ακόμα και ο μεγάλος μάρτυρας αξιώθηκε μια αξιοπρεπή ταφή. Όλο και περισσότεροι πηγαίνουν στην Αθήνα σαν το σκυλί στο αμπέλι.

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

Πηγή: Ελευθεροτυπία, 15 / 04 / 2006