Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2007

Νόστος



Γεννήθηκα το 1963 στο Βέλγιο. Οι γονείς μου μετανάστες εκεί από το ΄59. Φτώχια τότε στη μεταπολεμική Ελλάδα, ο τόπος δε τους σήκωνε, έφυγαν… Ο πατέρας μου βρήκε δουλειά στις «μίνες» του Charlerois, στα ανθρακωρυχεία δηλαδή, βαθιά μέσα στη γη έσκαβε για κάρβουνο. Η μητέρα μου δούλευε σε σπίτια πλουσίων, οικιακή βοηθός (ποτέ μου δεν έχω πάρει γυναίκα να με βοηθήσει στις δουλειές του σπιτιού!).Στην Αγγλία που είχε πρωτο-ξενιτευτεί, έφυγε επειδή έπαθε υπερκόπωση και μπήκε στο νοσοκομείο! Τη ξεθέωσαν. Συνήλθε και μετά έφυγε πάλι για Βέλγιο. Εκεί μετά από δύο χρόνια δουλειάς και πολλής μοναξιάς (όπως γράφει στο παλιό εκείνο ημερολόγιο της) παντρεύονται, μετά από προξενιό, με τον πατέρα μου. Εκεί στο Laéstr κοντά στο Charlerois έκαναν τρία παιδιά. Εγώ ήμουν η πρώτη, μετά ο Κώστας και μετά ο Μισέλ (η Χριστίνα γεννήθηκε μετά στην Ελλάδα κι άκουγε τις ιστορίες μας κι όταν μεγάλωσε έκανε Γαλλικά να μάθει να μιλάει τη γλώσσα που ξεχνούσαμε εμείς πια). Οι Βέλγοι ήταν πολύ ευγενικοί άνθρωποι, μόνο που δε μας έκαναν παρέα. Οι μετανάστες έκαναν παρέα μόνο μεταξύ τους. Μεγάλες παρέες με Έλληνες, Ιταλούς και Ισπανούς. Οι πιο καλοί μας φίλοι ήταν μια οικογένεια Ιταλών, η Ντίνα, ο Γκούστο και τα δυο αγοράκια τους ο Κάρλο κι ο Ματέο! Ο Γκούστο δούλευε με τον πατέρα μου στο ίδιο ανθρακωρυχείο, η μητέρα μου με την Ντίνα ήταν σαν αδελφές, κι εγώ τη Ντίνα την ένιωθα σαν δεύτερη μητέρα μου, καλύτερα ακόμα γιατί εκείνη ποτέ δε με μάλωνε (η μητέρα μου ήταν πάντα λίγο θλιμμένη και νευρική γιατί ο πατέρας μου επειδή του έλειπε πολύ το χωριό του στη Ελλάδα, ξέδινε παίζοντας χαρτιά με τις ώρες και την άφηνε μόνη) . Η Ντίνα με φρόντιζε πολλές φορές όταν η μητέρα μου δούλευε, μου έδειχνε πως φτιάχνουν τα ραβιόλια – άνοιγε μόνη της το φύλλο για τις ιταλικές πάστες – κι εγώ βυθιζόμουν μες τις αχνιστές της μυρωδιές στα χάδια και στα όλο λατρεία κανακέματα της – μου είχε μεγάλη αδυναμία – και τα αγόρια όλο τσακώνονταν ποιος θα με πρωτοπαίξει, εκείνα τα κυνηγητά το κρυφτό κάτω απ’ τη σκάλα οι σιωπές η γλύκα του έρωτα στα τέσσερα σου χρόνια όταν ακόμα η λέξη έρωτας δεν υπάρχει στο μικρούλη λεξιλόγιο σου κι εγώ έλιωνα που υπήρχε κι ο Κάρλο στον κόσμο και αγαπούσα τον Ματέο που ήταν ο πιο μεγάλος απ’ τους τρείς μας και ¨τα ήξερε¨ όλα και μας μάθαινε όλες τις κρυφές κρυψώνες κ μας πρόσεχε μη πάθουμε ποτέ κακό…

Όταν έκλεισαν οι «μίνες» και φύγαμε τότε για τις Βρυξέλλες, εκείνοι δεν ήρθαν, έμειναν πίσω. ‘Ήμουν πέντε κ για πάντα θυμάμαι να αγκαλιάζω και να σφίγγω με βαθύ σπαραγμό τα πόδια της Ντίνας (μέχρι εκεί την έφτανα) και κανείς δε μπορούσε να με τραβήξει μακριά της, όλοι από πάνω μου οι γονείς μου τα παιδιά ο θείος Κώστας με τη θεία Σπυριδούλα ( αυτοί είχαν αμάξι και θα μας πήγαιναν στις Βρυξέλες, μια γκρι μερσεντές που τη δούλευε ταξί ο θείος και του’ μεινε μετά το επάγγελμα και στην Ελλάδα όταν γύρισαν – ένα χρόνο μετά από μας) κι εγώ έκλαιγα απέραντα θρηνούσα σε όλο το ταξίδι κι όταν φτάσαμε συνέχισα να κλαίω για τρεις μέρες χωρίς να σταματήσω… δεν είχα τελειωμό. Και οι μεγάλοι δεν είπαν τίποτα, με περίμεναν, ήξεραν από αποχωρισμούς αποχαιρετισμούς και ξεριζώματα.

Δεν τους ξαναείδα ποτέ. Αλληλογραφούσαν όμως για χρόνια με τους γονείς μου. Μέχρι τα τριάντα μου περίπου έβλεπα συχνά στα όνειρα μου ότι επιστρέφω στο Βέλγιο και ψάχνω όλο νοσταλγία και αγωνία τη Ντίνα! Κάθε φορά διαφορετικό όνειρο με την ίδια όμως πάντα -αιώνια σχεδόν- αναζήτηση. Και κάθε μα κάθε φορά που νόμιζα πως πλησίαζα κοντά της… εκείνο το σπίτι ήταν πάντα κλειστό και κανείς δεν έμενε πια εκεί. Ποτέ δε τη βρήκα στα όνειρα μου.( ξανά έχασα αργότερα κάποιον στη ζωή μου και πάλι για χρόνια τον έψαχνα σε ματαιωμένα όνειρα, πήγαινα να τον βρω στο σπίτι εκείνο αλλά δεν έμενε ποτέ πια εκεί κανείς). Σταμάτησα να την αναζητώ στον ύπνο μου την εποχή περίπου που πέθανε. Πέθανε νωρίς, ταλαιπωρημένη από αλτσχάιμερ. Πήγε τότε η μητέρα μου να τη δει (στο μοναδικό της ταξίδι ξανά στο Βέλγιο – με τη Χριστίνα!) αλλά εκείνη δεν την αναγνώρισε. Ο Γκούστο, τότε, όταν είχαμε φύγει εμείς, είχε πάθει ατύχημα στα ανθρακωρυχεία. Μια στοά είχε πέσει και τους πλάκωσε. Όταν τους έβγαλαν ύστερα από κάποιες μέρες, εκείνος είχε πάθει σοβαρή ζημιά στα πνευμόνια. Έμεινε πολύ καιρό στο νοσοκομείο. Δεν μπόρεσε να ξαναδουλέψει . Οι Βέλγοι του έδωσαν καλή σύνταξη. Εκείνος βυθίστηκε στο ποτό και στη θλίψη της αδράνειας. Δεν γύρισαν ποτέ στην Ιταλία. Τα παιδιά μεγάλωσαν σπούδασαν κι έφυγαν για τις Βρυξέλλες. Μείνανε μόνοι τους, μαράζωσε κι η Ντίνα δίπλα στη θλίψη του Γκούστο. Πέθανε πρώτα εκείνος και μετά ακολούθησε κι εκείνη.

Εμείς μείναμε άλλα τέσσερα χρόνια. Brusselles, Rue de la Concorde.Στην αρχή μέναμε στο υπόγειο ενός υπέροχου νεοκλασικού κτιρίου. Ήμασταν θυρωροί.

(Σοφία Κορώνη)



Δεν υπάρχουν σχόλια: