

Όταν έκλεισαν οι «μίνες» και φύγαμε τότε για τις Βρυξέλλες, εκείνοι δεν ήρθαν, έμειναν πίσω. ‘Ήμουν πέντε κ για πάντα θυμάμαι να αγκαλιάζω και να σφίγγω με βαθύ σπαραγμό τα πόδια της Ντίνας (μέχρι εκεί την έφτανα) και κανείς δε μπορούσε να με τραβήξει μακριά της, όλοι από πάνω μου οι γονείς μου τα παιδιά ο θείος Κώστας με τη θεία Σπυριδούλα ( αυτοί είχαν αμάξι και θα μας πήγαιναν στις Βρυξέλες, μια γκρι μερσεντές που τη δούλευε ταξί ο θείος και του’ μεινε μετά το επάγγελμα και στην Ελλάδα όταν γύρισαν – ένα χρόνο μετά από μας) κι εγώ έκλαιγα απέραντα θρηνούσα σε όλο το ταξίδι κι όταν φτάσαμε συνέχισα να κλαίω για τρεις μέρες χωρίς να σταματήσω… δεν είχα τελειωμό. Και οι μεγάλοι δεν είπαν τίποτα, με περίμεναν, ήξεραν από αποχωρισμούς αποχαιρετισμούς και ξεριζώματα.
Δεν τους ξαναείδα ποτέ. Αλληλογραφούσαν όμως για χρόνια με τους γονείς μου. Μέχρι τα τριάντα μου περίπου έβλεπα συχνά στα όνειρα μου ότι επιστρέφω στο Βέλγιο και ψάχνω όλο νοσταλγία και αγωνία τη Ντίνα! Κάθε φορά διαφορετικό όνειρο με την ίδια όμως πάντα -αιώνια σχεδόν- αναζήτηση. Και κάθε μα κάθε φορά που νόμιζα πως πλησίαζα κοντά της… εκείνο το σπίτι ήταν πάντα κλειστό και κανείς δεν έμενε πια εκεί. Ποτέ δε τη βρήκα στα όνειρα μου.( ξανά έχασα αργότερα κάποιον στη ζωή μου και πάλι για χρόνια τον έψαχνα σε ματαιωμένα όνειρα, πήγαινα να τον βρω στο σπίτι εκείνο αλλά δεν έμενε ποτέ πια εκεί κανείς). Σταμάτησα να την αναζητώ στον ύπνο μου την εποχή περίπου που πέθανε. Πέθανε νωρίς, ταλαιπωρημένη από αλτσχάιμερ. Πήγε τότε η μητέρα μου να τη δει (στο μοναδικό της ταξίδι ξανά στο Βέλγιο – με τη Χριστίνα!) αλλά εκείνη δεν την αναγνώρισε. Ο Γκούστο, τότε, όταν είχαμε φύγει εμείς, είχε πάθει ατύχημα στα ανθρακωρυχεία. Μια στοά είχε πέσει και τους πλάκωσε. Όταν τους έβγαλαν ύστερα από κάποιες μέρες, εκείνος είχε πάθει σοβαρή ζημιά στα πνευμόνια. Έμεινε πολύ καιρό στο νοσοκομείο. Δεν μπόρεσε να ξαναδουλέψει . Οι Βέλγοι του έδωσαν καλή σύνταξη. Εκείνος βυθίστηκε στο ποτό και στη θλίψη της αδράνειας. Δεν γύρισαν ποτέ στην Ιταλία. Τα παιδιά μεγάλωσαν σπούδασαν κι έφυγαν για τις Βρυξέλλες. Μείνανε μόνοι τους, μαράζωσε κι η Ντίνα δίπλα στη θλίψη του Γκούστο. Πέθανε πρώτα εκείνος και μετά ακολούθησε κι εκείνη.
Εμείς μείναμε άλλα τέσσερα χρόνια. Brusselles, Rue de la Concorde.Στην αρχή μέναμε στο υπόγειο ενός υπέροχου νεοκλασικού κτιρίου. Ήμασταν θυρωροί.
(Σοφία Κορώνη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου