Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Μαντάμ Μποβαρύ ... στη παραφροσύνη της

-Εγώ, όμως, θα σου τα’ δινα όλα, θα τα πουλούσα όλα, θα δούλευα με τα χέρια μου, θα διακόνευα στους δρόμους, για ένα σου χαμόγελο, για μια ματιά, για να σ’ ακούσω να μου πεις «Ευχαριστώ!» Και κάθεσαι κει πέρα ήσυχος στην πολυθρόνα σου , σα να μη μ’ έχεις κιόλας κάνει τόσο να υποφέρω… Χωρίς εσένα , το ξέρεις, θα μπορούσα να ζήσω ευτυχισμένη! Ποιος σ’ ανάγκαζε; Στοίχημα είχες βάλει; Μ’ αγαπούσες μολαταύτα, το έλεγες… Και πριν λίγο το έλεγες…Α! καλύτερα να μ’ έδιωχνες! Τα χέρια μου είναι ζεστά απ’ τα φιλιά σου, και, να, εδώ πάνω στο χαλί, ορκιζόσουνα στα γόνατά μου ότι θα μ’ αγαπάς αιώνια. Μ’ έκανες να το πιστέψω: μ’ έσυρες, επί δύο χρόνια στο πιο υπέροχο, στο πιο γλυκό όνειρο!… Ε; τα σχέδιά μας για ταξίδι, τα θυμάσαι; Ω, το γράμμα σου, το γράμμα σου! Μου έσκισε την καρδιά! Κι έπειτα όταν έρχομαι σ’ αυτόν, σ’ αυτόν, που είναι πλούσιος, ευτυχής κι ελεύθερος! Για να εκλιπαρήσω μια βοήθεια που ο πρώτος τυχόντας θα μου έδινε, ικετευτική και δίνοντας του όλη μου τη τρυφερότητα, εκείνος με αποδιώχνει, γιατί αυτό θα του στοίχιζε τρεις χιλιάδες φράγκα!

-Δεν τα έχω! Απάντησε ο Ροδόλφος με την τέλεια εκείνη ηρεμία που καλύπτει σαν ασπίδα τη συγκρατημένη οργή.

Η Έμμα βγήκε. Οι τοίχοι έτρεμαν, το ταβάνι τη συνέθλιβε. Ξαναπέρασε απ’ τη μεγάλη δεντροστοιχία, παραπατώντας πάνω στους σωρούς τα ξερόφυλλα που σκόρπιζε ο άνεμος. Έφτασε τέλος στη γράνα μπροστά στην καγκελόπορτα∙ έσπασε τα νύχια της στην κλειδωνιά, τόσο πολύ βιαζόταν να την ανοίξει. Έπειτα εκατό βήματα πιο πέρα, λαχανιασμένη, έτοιμη να πέσει, στάθηκε. Και τότε στράφηκε και κοίταξε ακόμη μια φορά τον ατάραχο πύργο, με το πάρκο, τους πύργους, τις τρεις αυλές κι όλα τα παράθυρα της πρόσοψης.

Κι έμεινε εκεί έχοντας σαστίσει, χωρίς να’ χει άλλη συνείδηση του εαυτού της απ’ το σφυγμό των αρτηριών της, που νόμιζε πως τον άκουγε να βγαίνει σα μουσική που την ξεκούφαινε και γέμιζε γύρω την εξοχή. Το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια της, ήταν πιο μαλακό κι απ’ το κύμα, και τ’ αυλάκια της φάνηκαν τεράστιες γκρίζες θάλασσες, που ξεχύνονταν. Κάθε τι που είχε μέσα στο κεφάλι της από αναμνήσεις, ιδέες, έφευγε όλο μαζί, μ’ ένα πήδο, σαν τις μύριες φωτίτσες ενός βεγγαλικού. Είδε τον πατέρα της , το γραφείο του Λερέ, την κάμαρά τους εκεί πέρα, ένα άλλο τοπίο. Την άρπαζε η παραφροσύνη, φοβήθηκε και κατάφερε να ξανάρθει στον εαυτό της, με συγκεχυμένο τρόπο, είν’ αλήθεια∙ γιατί δεν θυμόταν καθόλου την αιτία της φριχτής της κατάστασης, το ζήτημα των χρημάτων δηλαδή. Εκείνο που της έφερνε την οδύνη ήταν μόνο η αγάπη της, κι ένιωθε την ψυχή της να την εγκαταλείπει στην ανάμνηση αυτή, όπως οι λαβωμένοι όταν ψυχορραγούν, νιώθουν την ύπαρξή τους να φεύγει απ’ τη λαβωματιά τους που αιμορροεί.

Γύρω έπεφτε σκοτάδι, κουρούνες πετούσαν ψηλά.

Gustave Flaubert

Mετφ Γιώργος Λυκούδης

(κι όσο γράφω λέξη λέξη σπάω στα χίλια εκατομμύρια κομματάκια της στο μυαλό μου… )

Σοφία Κορώνη

Δεν υπάρχουν σχόλια: